κητόσπερμα

κητόσπερμα
το
χημ. ένα από τα συστατικά τού ρευστού λίπους που βρίσκεται στις εγκεφαλικές κοιλότητες ορισμένων θαλάσσιων κητών, και κυρίως τού φυσητήρα, και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την αρωματοποιία, καθώς και για την κατασκευή κεριών πολυτελείας, σπερματσέτων, αλλ. κήτειο σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + σπέρμα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sperm oil].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπαρματσέτο — και σπερματσέτο, το, Ν 1. το κητόσπερμα, λιπαρή ύλη που βρίσκεται στις εγκεφαλικές κοιλότητες μερικών κητών 2. κερί από κητόσπερμα ή από άλλες ουσίες, εκτός τού κεριού τής μέλισσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. spermaceti < λατ. sperma… …   Dictionary of Greek

  • κήτειος — α, ο (Α κήτειος, εία, ον) [κήτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κήτος ή που προέρχεται από κήτος («κήτεαι γένυες», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «κήτειον σπέρμα» κητόσπερμα* αρχ. 1. πολύ μεγάλος, πελώριος, τερατώδης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κητεία α) το… …   Dictionary of Greek

  • κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”